- κοσμοπλανής
- κοσμοπλανής, ῆτος, ὁ (s. κόσμος, πλανάω) deceiver of the world, of an apocalyptic apotheosis of evil D 16:4 (Harnack and Knopf read κοσμοπλάνος).
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.